- νομός
- νομόςa herbage δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153.b pasture land ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν Rhodes O. 7.33 “ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον” in Crete Pae. 4.51
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Νόμος — (nomos) (греч.) см. Номос и фюсис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
νομός — place of pasturage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
νόμος — ο 1. κανόνας δικαίου, γραπτή βούληση οργανωμένης πολιτείας που ρυθμίζει τις σχέσεις πολιτών και κράτους ή τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. 2. το σύνολο των νόμων, η νομοθεσία. 3. κανόνας που ρυθμίζει ενέργεια ή εκδήλωση του ανθρώπου: Ο νόμος της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομός — ο διοικητική περιοχή, όπου προΐσταται ο νομάρχης: Νομός Θεσσαλονίκης. – Nομός Σερρών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek
Δράμας, νομός — Νομός (3.468 τ. χλμ., 103.975 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Συνορεύει στα Β με τη Βουλγαρία, στα Α με τον νομό Ξάνθης, στα Ν με τον νομό Καβάλας και στα Δ με τον νομό Σερρών. Από τη συνολική της έκταση 402 τ. χλμ. είναι… … Dictionary of Greek